- κατάγλισχρος
- κατάγλισχρος, -ον (Α)ο πολύ φειδωλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -γλισχρός (< γλίσχρος «πενιχρός, κολλώδης»), πρβλ. περί-γλισχρος, υπό-γλισχρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάγλισχρον — κατάγλισχρος viscous masc/fem acc sg κατάγλισχρος viscous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγλισχροι — κατάγλισχρος viscous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλισχρεύομαι — (Μ) [κατάγλισχρος] είμαι πολύ φειδωλός … Dictionary of Greek